Μια φορά και ένα καιρό σε ένα σπίτι στην εξοχή ζούσε μια οικογένεια με δύο χαριτωμένα παιδάκια και μια πονηρή γατούλα. Δεν ήταν, όμως, οι μοναδικοί κάτοικοι του σπιτιού. Σε μια γωνία του σπιτιού μέσα σε μια τρύπα στο ξύλινο τοίχο ζούσαν και τρία μικρά ποντικάκια.
5 Μια μέρα το ένα ποντικάκι, ο Πίκο, το έπιασε λόξυγκας, ποντικίσιος λόξυγκας. Έχετε ακούσει ποντικίσιο λόξυγκα; Κάνει κάπως έτσι, φικ,φικ,φικ,φικ…. Ο λόξυγκας δεν περνούσε και ενοχλούσε τον Πίκο.
–απαίσιε, λόξυγκα, φικ, φικ, φικ, δεν σε θέλω, φικ,φικ,φικ, φύγε.
-Πίκο θες να απαλλαγείς από τον ενοχλητικό λόξυγκα; ρώτησε ο Τίκο, το άλλο ποντικάκι με την αστεία στριφογυριστή ουρίτσα.
–φυσικά και θέλω, φικ,φικ,φικ..
-υπάρχουν τρεις τρόποι, είπε ο Ρίκο με τα μακριά μουστάκια του.
–φικ, φικ, φικ, ας ξεκινήσουμε, είπε ο Πίκο, χωρίς να ρωτήσει ποιοι είναι αυτοί οι τρόποι.
–πρώτα πρέπει να κρατήσεις την αναπνοή σου για λίγα λεπτά, είπε ο Τίκο.
Και έκλεισε τη μύτη του Πίκο. Και ο Ρίκο έβαλε το χέρι του στο στόμα του Πίκο για να του το κλείσει. Ο καημένος ο Πίκο άρχισε να κοκκινίζει χωρίς αναπνοή και οι δύο φίλοι του τον άφησαν να αναπνεύσει. Αλλά…
–φικ, φικ, φικ,….
Τίποτα. Δεν πέτυχε. Ο Πίκο συνέχισε να έχει λόξυγκα.
–μην καθυστερούμε, ας περάσουμε στο δεύτερο τρόπο, φώναξε ο Τίκο και η ουρίτσα του έγινε πιο στριφογυριστή.
Ο Ρίκο έφερε ένα καπάκι από αναψυκτικό γεμάτο νερό.
–εμπρός, πιες το μονορούφι.
Και πριν προλάβει να αντιδράσει ο Πίκο, ο Ρίκο τον έβαλε να το πιει μονορούφι. O Πίκο, όμως, δεν μπορούσε να πιει όλο αυτό το νερό. Η κοιλίτσα του φούσκωνε και φούσκωνε. Τα ματάκια του γούρλωσαν και δεν άντεχε άλλο. Το νερό ξεχείλιζε από το μικροσκοπικό στοματάκι του και έπεφτε πάνω στη φουσκωμένη του κοιλίτσα. Αλλά με πολύ μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να το πιει. Αλλά…
–φικ, φικ, φικ….. τίποτα δεν έγινε, είπε ο Πίκο και από το στοματάκι του μπουρμπουλήθρες έβγαιναν.
–μην καθυστερούμε, περνάμε στο τρίτο και πιο δραστικό τρόπο, φώναξε ο Ρίκο και από τη χαρά του τα μουστάκια του ανεβοκατέβαιναν.
Ο Πίκο είχε αρχίσει να κουράζεται και δεν άντεχε με τη φουσκωμένη του κοιλιά. Αλλά δεν ήξερε τι τον περίμενε. Ο Ρίκο και ο Τίκο με μιας έσπρωξαν τον Πίκο έξω από τη φωλιά τους και βρέθηκε στη μέση του πατώματος της κουζίνας απέναντι από την πονηρή γάτα. Η μισοκοιμισμένη γάτα προσπαθούσε να καταλάβει αν αυτό που βλέπει είναι πράγματι ποντίκι.
Ο δε Πίκο τρόμαξε και άρχισαν τα ποδαράκια του να τρέμουν. Κακήν κακώς άρχισε να τρέχει προς τη φωλιά. Η γάτα πετάχτηκε από τη θέση της και έτρεχε ξοπίσω του. Η καρδιά του από τη τρομάρα του νόμιζε ότι θα έβγαινε από το μικροσκοπικό σωματάκι του που, τώρα, με τη φουσκωμένη κοιλίτσα δεν μπορούσε να τρέξει πολύ γρήγορα.
Κατάφερε να φτάσει μέσα στη φωλιά του και η γάτα απέξω νιαούριζε με νεύρα που δεν κατάφερε να το πιάσει. Ο Πίκο λαχανιασμένος προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ.
-μα, τι μου κάνατε; ρώτησε ο Πίκο
–σε τρομάξαμε για να φύγει ο λόξυγκας, απάντησε ο Ρίκο
–η καρδιά μου και η ψυχή μου έφυγε, φικ, φικ, φικ, όχι ο λόξυγκας.
Κουρασμένος από το τρέξιμο, τρομαγμένος, φουσκωμένος από το νερό, και με το λόξυγκα να μην έχει φύγει σωριάστηκε στη μεριά του να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωινό που ξύπνησε, διαπίστωσε ότι ο λόξυγκας είχε φύγει. Τι ωραία!
Σκέφτηκε ,όμως, και όλα όσα δοκίμασε και πέρασε για να διώξει το λόξυγκα. Την επόμενη φορά θα σκεφτεί πολύ αν θα περιμένει να φύγει μόνος του ο λόξυγκας ή θα επαναλάβει τους τρεις τρόπους που του πρότειναν οι φίλοι του.
(Visited 563 times, 1 visits today)