Μια φορά και ένα καιρό ήταν στη ζούγκλα ένα μικρό ήσυχο ελεφαντάκι που η μεγάλη του αδυναμία ήταν οι μπανάνες.
Τις κατέβαζε με τη προβοσκίδα του από τις ψηλές μπανανιές και τις έτρωγε με ευχαρίστηση.
Υπήρχε, όμως, και ένα ζωηρό μαιμουδάκι που του άρεσε να πειράζει όλα τα ζώα. Αλλά πιο πολύ ήθελε να πειράζει το ελεφαντάκι. Ανέβαινε πάνω στη πλάτη του και άρπαζε από το ελεφαντάκι τις μπανάνες που με λαχτάρα προσπαθούσε να φάει.
Το μαιμουδάκι καυχιόταν συνεχώς ότι ήταν πιο έξυπνο και κατάφερνε να αρπάζει από το ελεφαντάκι τις μπανάνες. Όλο καμάρι έδειχνε στα υπόλοιπα ζώα τα κατορθώματα του. Το ήσυχο ελεφαντάκι δεν παραπονιόταν αλλά δεν του άρεσε κιόλας.
Το ελεφαντάκι σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει κάτι για να τον αφήσει ήσυχο το μαιμουδάκι και να του δώσει ένα «μάθημα». Στη ζούγκλα υπήρχε ένα φυτό, που όταν το έβαζες στο στόμα, σου έκαιγε τη γλώσσα. Πήρε, λοιπόν, μπανάνες και έτριψε πάνω τους αυτό το καυτερό φυτό.
Όταν εμφανίστηκε το μαιμουδάκι, το μικρό ελεφαντάκι άνοιξε δήθεν το στόμα του να τις φάει. Όρμηξε το μαιμουδάκι και τις άρπαξε.
Επειδή, όμως, ήθελε να καυχηθεί για το επίτευγμα του στάθηκε μπροστά από τα υπόλοιπα μαιμουδάκια για να τις φάει επιδεικτικά. Ανοίγει το στόμα του, δαγκώνει μια μεγάλη μπουκιά και…… άναψε, κοκκίνησε, καπνοί έβγαιναν από τα αυτιά του.
–βοήθεια , έκαψα τη γλώσσα μου, είπε και άρχισε να τρέχει να προς το ποτάμι να βουτήξει μέσα στο νερό τη κατακόκκινη γλώσσα του.
(Visited 344 times, 1 visits today)