Στο δάσος ζει ένας γλυκός και χοντρούλης αρκούδος που τον λένε Μπένυ. Ο αρκούδος λάτρευε το μέλι αλλά για να πω την αλήθεια λάτρευε όλα τα φαγητά. Είναι ένας λαίμαργος αρκούδος που τρώει πολύ και βιαστικά. Όταν έβλεπε φαγητό γούρλωνε τα μάτια του, έτρεχαν τα σάλια του και άπλωνε τα χέρια του να το αρπάξει πριν το δουν τα υπόλοιπα ζώα.
Ένα ηλιόλουστο πρωινό ο Μπένυ βρήκε στην άκρη του δάσους δυο μεγάλα δοχεία με μέλι που είχαν αφήσει κάποιοι μελισσοκόμοι. Μόλις τα είδε γούρλωσε τα μάτια του και άρχισαν να τρέχουν τα σάλια του. Κοίταξε δεξιά και αριστερά αν υπήρχαν άλλα ζώα και όρμησε πάνω στα δοχεία.
Άρχισε να τρώει βιαστικά για να προλάβει να φάει μόνος του όλο το μέλι. Φυσικά, όποιος τρώει έτσι λερώνεται. Γέμισε με μέλι το πρόσωπο του, τα χέρια του και τη κοιλιά του. Κατάφερε να φάει με ευκολία το πρώτο δοχείο και ενώ είχε χορτάσει, βούτηξε τα χέρια του και στο δεύτερο δοχείο. Ένιωθε τη κοιλιά του να φουσκώνει αλλά από τη λαιμαργία του δεν σταματούσε. Συνέχιζε να τρώει, να λερώνεται και να φουσκώνει η κοιλιά του.
Ένας κόρακας ,καθισμένος σε κλαδί του δέντρου δίπλα στο Μπένυ, βλέποντας τον να τρώει έτσι και να έχει γεμίσει ολόκληρος με μέλι δεν άντεξε και γέλασε.
–Γιατί γελάς; ρώτησε χωρίς να σηκώσει τη μουσούδα του από το μισοτελειωμένο δοχείο ο Μπένυ.
–Πως έγινες έτσι, καημένε Μπένυ; Η κοιλιά σου φούσκωσε σαν μπαλόνι έτοιμο να σκάσει και συνέχισε να γελάει ο κόρακας.
– Σταμάτα, είπε εκνευρισμένος.
– Εσύ σταμάτα να τρως. Η κοιλιά σου θα εκραγεί σαν ηφαίστειο.
Αυτό εκνεύρισε τον Μπένυ και με τα δυνατά του χέρια κούνησε το δέντρο που καθόταν ο κόρακας για να τον τρομάξει. Τα περισσότερα φύλλα του δέντρου με το δυνατό χτύπημα έπεσαν πάνω στο Μπένυ και όπως ήταν πασαλειμμένος με μέλι, κόλλησαν πάνω του.
Μια αλεπού που περνούσε και είδε το Μπένυ «ντυμένο» με φύλλα και μέλι έπεσε κάτω από τα γέλια και φαινόταν σαν μια πορτοκαλο-κόκκινη μπάλα που στριφογύριζε στο χώμα.
Ο Μπένυ θύμωσε και σηκώθηκε να την πιάσει. Αλλά ήταν τόσο φουσκωμένη η κοιλιά του που έχασε την ισορροπία του και έπεσε και αυτός κάτω στο χώμα. Τώρα δεν είχε πάνω του μόνο φύλλα και μέλι αλλά και χώμα.
–ωωωχχχ, τι έπαθα!!! Πως έγινα έτσι; πονάει και η κοιλίτσα μου, παραπονέθηκε ο Μπένυ.
– Εσύ μυρίζεις χειρότερα και από μένα, είπε η νυφίτσα και άφησε στο πέρασμα της μια μπλιαχ μυρωδιά που η αλεπού ζαλίστηκε και σταμάτησε να γελάει.
–ωωωχχχ, δεν μπορώ, πονάει η κοιλιά μου, ωωωχχχχ, ωωωχχχ,αααχχχχ,βογκούσε ο Μπένυ και ακούστηκε σε όλο το δάσος.
Με τόσα βογγητά άρχισαν να μαζεύονται τα ζώα για να δουν τι συνέβη. Πρώτα φάνηκαν τα ελάφια, οι λύκοι, οι αλεπούδες και τα πουλιά. Μετά οι σκίουροι, οι λαγοί, τα φίδια, οι σκαντζόχοιροι, οι νυφίτσες και τα αγριογούρουνα. Ακολούθησαν τα έντομα, τα σαλιγκάρια και οι αργές χελώνες. Και ενώ θα νομίζατε ότι οι χελώνες θα ήταν οι τελευταίες επειδή είναι πολύ αργές, μαντέψτε ποιοι έφτασαν τελευταίοι. Οι τυφλοπόντικοι. Γιατί έτσι όπως πάνε στα «τυφλά» μπέρδεψαν τα λαγούμια και στην αρχή πήγαν στην άλλη άκρη του δάσους.
Μαζεύτηκαν, λοιπόν, όλα τα ζώα σαν να κάνανε συμβούλιο. Ο Μπένυ πονούσε και δεν άντεχε άλλο με τόσο χώμα, φύλλα και μέλι πάνω του.
–αγαπητοί μου φίλοι, λέει ο αρχηγός των ελαφιών, βλέπετε σε τι άσχημη κατάσταση βρίσκεται ο φίλος μας ο αρκούδος
-αυτά παθαίνει όποιος τρώει λαίμαργα, είπε με αυστηρό ύφος ένας από τους λύκους, ύστερα λένε για εμάς, «πεινάω σαν λύκος».
-βοηθήστε με σας παρακαλώ και δεν θα ξαναφάω έτσι, με λυπητερό ύφος είπε ο Μπένυ
–καταρχήν πρέπει να πλυθεί, είπε ο αρχι-λαγός.
-να τον πάμε στο ποτάμι, είπε το ελάφι
–πως; ρώτησε το σκαντζοχοιράκι
–θα τον σπρώξουμε εμείς τα ελάφια με τα κέρατα μας.
-ναι,ναι να πλυθώ αλλά πονάωωωω, ο αρκούδος βογγούσε
–σταματήστε, επενέβη η σοφή κουκουβάγια που τόση ώρα ήταν σκεφτική, αν τον πάμε στο ποτάμι έτσι όπως είναι φουσκωμένος θα πνιγεί.
-και τι να κάνουμε; ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο μια από τις αλεπούδες
-θα φέρουμε εμείς νερό εδώ να τον πλύνουμε και τα πουλιά θα αναλάβουν να βρουν το βότανο που ανακουφίζει τους πόνους στη κοιλιά, απάντησε η κουκουβάγια
–ναι ναι το βότανο, πονάωωω πετάχτηκε ο Μπένυ
–λοιπόν τι καθυστερούμε; ας ξεκινήσουμε, με αποφασιστικό ύφος πρόσταξε το αρχι-ελάφι
Τα πουλιά πέταξαν για να βρουν το βότανο ενώ τα υπόλοιπα ζώα σχημάτισαν αλυσίδα μέχρι το ποτάμι για να φέρουν νερό. Μόνο η κουκουβάγια έμεινε στη θέση της για να επιβλέπει το σχέδιο της.
Ο καθαρισμός του Μπένυ από τα φύλλα, χώμα και μέλι ξεκίνησε. Το νερό από το ποτάμι και οι ουρές των σκίουρων για σφουγγάρια άρχισαν να έχουν αποτέλεσμα. Σύντομα έφτασε και το πρώτο πουλί που βρήκε το θαυματουργό βότανο και ο Μπένυ το κατάπιε αμέσως.
Όλοι μαζί σαν ομάδα κατάφεραν να σουλουπώσουν το Μπένυ και να ανακουφιστεί από τους πόνους στη κοιλιά. Η σοφή κουκουβάγια καμάρωνε για το σχέδιο της. Ο δε Μπένυ ορκίστηκε ότι θα προσπαθήσει να μην τρώει λαίμαργα και ευχαρίστησε τους φίλους του.
Όλα καλά, λοιπόν, για τον γλυκό αρκούδο και σε εσάς, μιας και είναι μεσημέρι, σας εύχομαι καλή χώνεψη. Και προσοχή μην τρώτε πολύ και βιαστικά γιατί το θαυματουργό βότανο είναι δυσεύρετο και η σοφή κουκουβάγια δεν μπορεί να δώσει λύση τώρα γιατί είναι σε διακοπές.
(Visited 425 times, 1 visits today)