Η κυρία η Σοφία
μέσα στην αυλή της έχει
Ένα ξύλινο κοτέτσι
το φροντίζει, το καθαρίζει
Και τις δεκάξι κότες της ταΐζει
Πίτουρα και καλαμπόκι
Και χλωρό χορτάρι από περιβόλια.
Με όλα αυτά τα καλούδια
Γίνανε οι κότες της
Στρουμπουλές σαν τα γουρούνια
Έχει όμως και ένα κόκορα
Ευθυτενή, καμαρωτό
Με ένα σώμα σμιλευτό.
Όλες οι στρουμπουλές κοτούλες
Τον κοιτούσαν και μονολογούσαν
Κοκοκο, κοκοκο
Αχ, τι γόης είναι αυτός!!
Μα, εκείνος δεν γυρίζει
Και αφ υψηλού μονάχα κακαρίζει.
Όλες του βρωμάνε
πίτουρα και καλαμπόκια
και δεν θέλει καμιά τέτοια κότα.
Μα μια μέρα στο κοτέτσι
Η κυρά σοφία φέρνει
Μια κότα από ξένα μέρη
Λεπτοκαμωμένη, φίνα
σαν να ήρθε από την Γαλλία
με ένα κόκκινο λαιμό
σαν να φοράει μαντήλι μεταξωτό.
Και περπατάει όλο χάρη
Τύφλα να έχει η Μάτα Χάρη
Ο γόης κόκορας δεν χάνει λεπτό
Και με ένα σάλτο φοβερό
Πλησιάζει τη «γαλλίδα» κότα
και της τάζει πίτουρα και καλαμπόκια
Μα, εκείνη δεν τσιμπάει
Και με ύφος ψυχρό γυρνάει
Σας παρακαλώ πως τολμάτε
Και για πίτουρα μου μιλάτε
Εγω δεν είμαι όποια και όποια
Εγω δεν μοιάζω με άλλη κότα
Εγω είμαι από το Παρίσι
Και τρώω μόνο σολωμό και ρύζι.
Που να περίμενε ο γόης
Πως μια «γαλλίδα» κότα
Θα τον έκανε να αλλάξει ρότα.
Και οι στρουμπουλές οι κότες τώρα
Χαχανίζαν όλη την ώρα
Καλά να πάθει ο ψηλομύτης
Που όλο τίναζε το λυρί
Να μάθει πως στην γη αυτή
Όλοι βρίσκουν ένα μαστορη.
(Visited 613 times, 1 visits today)